πολυσπείρητος

πολυσπείρητος
πολυ-σπείρητος, ον, ([etym.] σπεῖρα)
A with many coils,

ἑρπηστήρ Nonn.D.40

,482.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυσπείρητος — ον, ΜΑ αυτός που ελίσσεται πολλές φορές ή αυτός που προέρχεται από πολλούς ελιγμούς, από πολλές στροφές, πολυέλικτος («πολυσπείρητος ἑρπηστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπειρῶμαι (< σπεῖρα)] …   Dictionary of Greek

  • πολυσπείρητον — πολυσπείρητος with many coils masc/fem acc sg πολυσπείρητος with many coils neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”